Ελληνικά » Γερμανικά

νιαουρί|ζω <-σα> [ɲauˈrizɔ] VERB αμετάβ

σιγομουρμουρί|ζω <-σα> [siɣɔmurmuˈrizɔ] VERB αμετάβ

σιγουριά [siɣuˈri̯a] SUBST θηλ

I . σιγουρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [siɣuˈrɛvɔ] VERB μεταβ

II . σιγουρεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

σιγοβρά|ζω <-σα> [siɣɔˈvrazɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

γουργουρί|ζω <-σα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский