Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φυλακισμένος , μαλακισμένος , θωρακισμένος , τεθωρακισμένος και κωλοπετσομένος

I . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φυλακισμένος (σε φυλακή):

2. φυλακισμένος μτφ (όχι ελεύθερος, κλεισμένος):

II . φυλακισμέν|ος <-η, -ο> [filacizˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

θωρακισμέν|ος <-η, -ο> [θɔracizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. θωρακισμένος (όχημα):

gepanzert, Panzer-

2. θωρακισμένος (καλώδιο, μεγάφωνο):

κωλοπετσομέν|ος <-η, -ο> [kɔlɔpɛtsɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ οικ

τεθωρακισμέν|ος <-η, -ο> [tɛθɔracizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский