Ελληνικά » Γερμανικά

ακριβολογ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [akrivɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

ακριβολογία [akrivɔlɔˈjia] SUBST θηλ

αοριστολογ|ώ <-είς, -ησα> [aɔristɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

ακριβολόγ|ος <-α [ή -ος], -ο> [akrivɔˈlɔɣɔs] ΕΠΊΘ

2. ακριβολόγος (για άνθρωπο: με υπερβολική ακρίβεια):

περιττολογ|ώ <-είς, -ησα> [pɛritɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

στρατολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [stratɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ (όχι μόνο ΣΤΡΑΤ)

απεραντολογ|ώ <-είς, -ησα> [apɛrandɔlɔˈɣɔ]

περιαυτολογ|ώ <-είς, -ησα> [pɛriaftɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

ακριτομυθία [akritɔmiˈθia] SUBST θηλ

ακριβοπουλ|ώ <-ησα, -ήθηκα, -ημένος> [akrivɔpuˈlɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский