Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διαπεραστικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαπεραστικ|ός <-ή, -ό> [ðiapɛrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαπεραστικός (γενικά):

διαπεραστικός

2. διαπεραστικός (μυρουδιά):

διαπεραστικός

3. διαπεραστικός (κρύο):

διαπεραστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский