Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για οχύρωση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οχύρωσ|η <-εις> [ɔˈçirɔsi] SUBST θηλ

οχύρωση
Befestigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский