Ελληνικά » Γερμανικά

παρέα [paˈrɛa] SUBST θηλ

1. παρέα (κύκλος συναναστροφής):

παρέα
Freundeskreis αρσ

2. παρέα (ομάδα φίλων):

παρέα
Clique θηλ

3. παρέα (συντροφιά):

παρέα
Gesellschaft θηλ
θα σου κάνω παρέα

4. παρέα (συναναστροφή):

παρέα
Umgang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский