Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: δάσος , δράκος , ρούσος , άνοσος , δρόμος , δροσιά , δρύινος , δρομέας και δροσίζω

δροσιά [ðrɔˈsça] SUBST θηλ

1. δροσιά (φρεσκάδα):

Frische θηλ

3. δροσιά (το πρωί πάνω στα φυτά):

Tau αρσ

δρόμος [ˈðrɔmɔs] SUBST αρσ

1. δρόμος (γενικά: μέσο πρόσβασης):

Weg αρσ
der Weg αρσ zum Erfolg
der Weg αρσ der Tugend

4. δρόμος (διαδρομή):

Fahrt θηλ

5. δρόμος ΑΘΛ:

Lauf αρσ
Hürdenlauf αρσ

άνοσ|ος <-η, -ο> [ˈanɔsɔs] ΕΠΊΘ

ρούσ|ος <-α, -ο> [ˈrusɔs] ΕΠΊΘ (ξανθοκόκκινος)

δράκος (δράκαινα) [ˈðrakɔs, ˈðracɛna] SUBST αρσ (θηλ)

I . δροσί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðrɔˈsizɔ] VERB μεταβ

1. δροσίζω (κάνω φρέσκο):

2. δροσίζω (κάνω κρύο: ποτό κτλ):

II . δροσί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðrɔˈsizɔ] VERB αμετάβ (για καιρό)

III . δροσίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

δρομέας [ðrɔˈmɛas] SUBST αρσ

δρύιν|ος <-η, -ο> [ˈðriinɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский