Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μελαγχολικός , μελανοφόρος , μελαγχολώ και μελαγχολία

I . μελαγχολ|ώ <-είς, -ησα> [mɛlaŋxɔˈlɔ] VERB αμετάβ (κατέχομαι από μελαγχολία)

II . μελαγχολ|ώ <-είς, -ησα> [mɛlaŋxɔˈlɔ] VERB μεταβ (προκαλώ μελαγχολία)

μελανοφόρ|ος <-α, -ο> [mɛlanɔˈfɔrɔs] ΕΠΊΘ ΖΩΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский