Ελληνικά » Γερμανικά

περισκόπιο [pɛriˈskɔpiɔ] SUBST ουδ

περιστύλιο [pɛriˈstiliɔ] SUBST ουδ

1. περιστύλιο:

Säulengang αρσ

2. περιστύλιο (αρχαίο):

Peristyl ουδ

περιχόνδριο [pɛriˈxɔnðriɔ] SUBST ουδ ΑΝΑΤ

περιστερίσι|ος <-α, -ο> [pɛristɛˈrisçɔs] ΕΠΊΘ

περι|σφίγγω <-έσφιξα, -σφίχτηκα, -σφιγμένος> [pɛriˈsfiŋgɔ] VERB μεταβ

περιστερά [pɛristɛˈra] SUBST θηλ

2. περιστερά ΑΣΤΡΟΝ (αστερισμός):

Taube θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский