Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για καταφορά στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταφορά [katafɔˈra] SUBST θηλ (εκδήλωση εχθρικότητας)

καταφορά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский