Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επιταχύνω , επιτείνω , επιταχυντής , επιτάχυνση , επιτρέπω , επιτάσσω και επιτατικός

επιταχύν|ω <-α, -θηκα> [ɛpitaˈçinɔ] VERB μεταβ

επ|ιτείνω <-έτεινα, -ιτάθηκα> [ɛpiˈtinɔ] VERB μεταβ

επιτά|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ɛpiˈtasɔ] VERB μεταβ

1. επιτάσσω (προστάζω):

2. επιτάσσω (ενεργώ επίταξη):

3. επιτάσσω ΓΛΩΣΣ:

επιτατικ|ός <-ή, -ό> [ɛpitatiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που επιτείνει)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский