Ελληνικά » Γερμανικά

ορμητικ|ός <-ή, -ό> [ɔrmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ορμητικότητα [ɔrmitiˈkɔtita] SUBST θηλ

κοσμητικά [kɔzmitiˈka] SUBST ουδ πλ

ερμητικ|ός <-ή, -ό> [ɛrmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αριθμητικά [ariθmitiˈka] SUBST ουδ πλ

παρορμητικ|ός <-ή, -ό> [parɔrmitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (που υποκινείται από τις ορμές)

ορμητήριο [ɔrmiˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. ορμητήριο ΣΤΡΑΤ:

Stützpunkt αρσ

2. ορμητήριο (κίνητρο, ελατήριο):

Triebfeder θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский