Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για απάτη στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απάτη [aˈpati] SUBST θηλ

2. απάτη (πλάνη):

απάτη
Täuschung θηλ
οπτική απάτη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский