Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ψηφοφόρος , ψηφοφορία και ψηφοφορώ

ψηφοφόρος [psifɔˈfɔrɔs] SUBST mf

1. ψηφοφόρος (όποιος ψηφίζει):

Wähler(in) αρσ (θηλ)

2. ψηφοφόρος (όποιος έχει δικαίωμα ψήφου):

ψηφοφορ|ώ <-είς, -ησα> [psifɔfɔˈrɔ] VERB αμετάβ

1. ψηφοφορώ (ψηφίζω):

2. ψηφοφορώ (έχω δικαίωμα ψήφου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский