Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τσιγγουνεύομαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιγγουνεύ|ομαι <-τηκα> [tsiŋguˈnɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με τσιγγουνεύομαι

τσιγγουνεύομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский