Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ξεθωριάζω , νευριάζω , μετριάζω και ψειριάζω

ξεθωριά|ζω <-σα, -σμένος> [ksɛθɔˈri̯azɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

ψειρ|ιάζω <-σα, -σμένος> [psiˈri̯azɔ] VERB αμετάβ

μετριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtriˈazɔ] VERB μεταβ

1. μετριάζω (γενικά):

2. μετριάζω (χαμηλώνω, ελαττώνω):

3. μετριάζω (πόνο):

I . νευριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [nɛvriˈazɔ] VERB μεταβ

II . νευριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [nɛvriˈazɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский