Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μεταρρυθμίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταρρυθμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtariθˈmizɔ] VERB μεταβ

1. μεταρρυθμίζω (μεταποιώ):

μεταρρυθμίζω

2. μεταρρυθμίζω (μετασχηματίζω ριζικά: παιδεία κτλ):

μεταρρυθμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский