Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εξερχόμενος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. επερχόμενος (επικείμενος):

ερχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ανερχόμεν|ος <-η, -ο> [anɛrˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εξελιγμέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛliɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ενδεχόμεν|ος <-η, -ο> [ɛnðɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εξεζητημέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛzitiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εξ|έρχομαι <-ήλθα> [ɛˈksɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

κατεχόμεν|ος <-η, -ο> [katɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. κατεχόμενος (άνθρωπος: από φόβο, ορισμένη ιδέα):

συνεχόμεν|ος <-η, -ο> [sinɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επόμεν|ος <-η, -ο> [ɛˈpɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский