Ελληνικά » Γερμανικά

κύμβαλο [ˈciɱvalɔ] SUBST ουδ ΜΟΥΣ

κύμβαλο
Becken ουδ
κύμβαλο ουδ
Tschinelle θηλ A CH

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский