Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για γεροδεμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γεροδεμέν|ος <-η, -ο> [jɛrɔðɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. γεροδεμένος (άνθρωπος):

γεροδεμένος άντρας

2. γεροδεμένος (έπιπλα κτλ):

γεροδεμένος

Παραδειγματικές φράσεις με γεροδεμένος

γεροδεμένος άντρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский