Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κελί , μελής , θεούλης , τελάλης , εξώλης , αφελής , ατελής , αμελής , κελάρι και Κέλτης

μελ|ής <-ιά, -ί> [mɛˈlis] ΕΠΊΘ

κελί [cɛˈli] SUBST ουδ

Zelle θηλ

τελάλ|ης <-ηδες> [tɛˈlalis] SUBST αρσ

θεούλης [θɛˈulis] SUBST αρσ

Κέλτ|ης (-ισσα) [ˈcɛlt|is, -isa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Κέλτης (-ισσα)
Kelte αρσ (Keltin) θηλ

κελάρι [cɛˈlari] SUBST ουδ

1. κελάρι (ισόγειο):

Vorratskammer θηλ

2. κελάρι (υπόγειο):

Keller αρσ

αμελ|ής <-ής, -ές> [amɛˈlis] ΕΠΊΘ

ατελ|ής <-ής, -ές> [atɛˈlis] ΕΠΊΘ

1. ατελής (ατελειοποίητος):

2. ατελής (όχι τέλειος, όχι άριστος):

3. ατελής (όχι πλήρης):

4. ατελής (χωρίς τέλη):

5. ατελής (αφορολόγητος):

6. ατελής (αδασμολόγητος):

αφελ|ής <-ής, -ές> [afɛˈlis] ΕΠΊΘ

εξώλης [ɛˈksɔlis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский