Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πειστικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πειστικ|ός <-ή, -ό> [pistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

πειστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский