Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για σκέτος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκέτ|ος <-η, -ο> [ˈscɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. σκέτος (ποτό):

σκέτος
pur
Whisky αρσ pur

2. σκέτος (ειδικά καφές):

σκέτος
σκέτος καφές
schwarzer Kaffee αρσ

3. σκέτος (ψωμί):

σκέτος

4. σκέτος (ανόθευτος, καθαρός):

σκέτος και μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με σκέτος

σκέτος καφές

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский