Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τιμάριθμος , σαμάριο , τιμωρώ , τιμόνι , τιμωρία και τιμαλφή

τιμάριθμος [tiˈmariθmɔs] SUBST αρσ

τιμωρία [timɔˈria] SUBST θηλ

τιμόνι [tiˈmɔni] SUBST ουδ

1. τιμόνι (αυτοκινήτου):

Lenkrad ουδ

2. τιμόνι (ποδηλάτου):

Lenker αρσ
Fahrradlenker αρσ

3. τιμόνι (πλοίου):

Steuer ουδ

4. τιμόνι (βάρκας):

Ruder ουδ
Steuer ουδ

5. τιμόνι ΑΕΡΟ:

Steuerrad ουδ

τιμωρ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [timɔˈrɔ] VERB μεταβ

σαμάριο [saˈmariɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский