Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εμβρόντητος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμβρόντητ|ος <-η, -ο> [ɛɱˈvrɔnditɔs] ΕΠΊΘ

εμβρόντητος
μένω εμβρόντητος

Παραδειγματικές φράσεις με εμβρόντητος

μένω εμβρόντητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский