Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ξεχείλισμα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεχείλισμα [ksɛˈçilizma] SUBST ουδ

ξεχείλισμα
Überlaufen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский