στο λεξικό PONS
ευτυχώς [ɛftiˈxɔs] ΕΠΊΡΡ
1. ευτυχώς (για καλή τύχη):
- ευτυχώς
-
- ευτυχώς όμως κυκλοφορούσε και λεωφορείο, ώστε …
-
2. ευτυχώς (ώστε αποτράπηκε το κακό):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.