Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εξαναγκάζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαναγκά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksanaŋˈgazɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με εξαναγκάζω

εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский