Ελληνικά » Γερμανικά

I . ψαχουλ|εύω <-εψα> [psaxuˈlɛvɔ] VERB μεταβ (ψηλαφώ)

II . ψαχουλ|εύω <-εψα> [psaxuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ (γυρεύω)

I . μακελ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [macɛˈlɛvɔ] VERB μεταβ

II . μακελεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

ψιλοδουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [psilɔðuˈlɛvɔ] VERB μεταβ

παραδουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [paraðuˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. παραδουλεύω (δουλεύω υπερβολικά):

2. παραδουλεύω (δουλεύω ως παραδουλεύτρα):

I . συμβουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [siɱvuˈlɛvɔ] VERB μεταβ

II . συμβουλεύομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

χαροπαλ|εύω <-εψα> [xarɔpaˈlɛvɔ] VERB αμετάβ

1. χαροπαλεύω (ψυχομαχώ):

2. χαροπαλεύω (σε καταστροφή: προσπαθώ να σωθώ):

αναμοχλ|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [anamɔˈxlɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский