Ελληνικά » Γερμανικά

περιπλαν|ιέμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛriplaˈɲɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. περιπλανιέμαι (γυρίζω εδώ κι εκεί):

2. περιπλανιέμαι (χάνω το δρόμο μου):

περιποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛripiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. περιποιούμαι (άρρωστο, κήπο):

2. περιποιούμαι (πελάτη: εξυπηρετώ):

3. περιποιούμαι (πελάτη κτλ: δίχνομαι φιλοφρονητικός):

περιηγ|ούμαι <-ήθηκα> [pɛriiˈɣumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

περίπλασμα [pɛˈriplazma] SUBST ουδ ΒΙΟΛ

παραπον|ιέμαι [parapɔˈɲɛmɛ], παραπον|ούμαι [parapɔˈnumɛ] <-έθηκα, -εμένος> VERB αυτοπ ρήμα

περιπλάνησ|η <-εις> [pɛriˈplanisi] SUBST θηλ

περιπλοκή [pɛriplɔˈci] SUBST θηλ

2. περιπλοκή (μπέρδεμα):

Verwicklung θηλ

περίπλ|ους <-ου> [pɛˈriplus] SUBST αρσ

περιπλοκάδα [pɛriplɔˈkaða] SUBST θηλ

περιπολία [pɛripɔˈlia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский