Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ασυγκίνητα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυγκίνητ|ος <-η, -ο> [asiɲˈɟinitɔs] ΕΠΊΘ

ευσυγκινησία [ɛfsiɲɟiniˈsia] SUBST θηλ

συγκίνησ|η <-εις> [siɲˈɟinisi] SUBST θηλ

ασυγκράτητ|ος <-η, -ο> [asiŋˈgratitɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυγκράτητος (άνθρωπος):

2. ασυγκράτητος (συναίσθημα):

ασυγκρότητ|ος <-η, -ο> [asiŋˈgrɔtitɔs] ΕΠΊΘ

ευσυγκίνητ|ος <-η, -ο> [ɛfsiɲˈɟinitɔs] ΕΠΊΘ

συγκινητικ|ός <-ή, -ό> [siɲɟinitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συγκινητικός (για κάτι το ευχάριστο):

2. συγκινητικός (για κάτι το λυπηρό):

αυτοκινητάδα [aftɔciniˈtaða] SUBST θηλ

ασυγχώρητ|ος <-η, -ο> [asiŋˈxɔritɔs] ΕΠΊΘ

ασυγκέντρωτ|ος <-η, -ο> [asiɲˈɟɛndrɔtɔs] ΕΠΊΘ (με το νου)

ασυγκάλυπτ|ος <-η, -ο> [asiŋˈgaliptɔs] ΕΠΊΘ

συγκινημέν|ος <-η, -ο> [siɲɟiniˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αυτοκινητάκι [aftɔciniˈtaci] SUBST ουδ

1. αυτοκινητάκι (μικρό αυτοκίνητο):

Kleinwagen αρσ

2. αυτοκινητάκι (παιδικό παιχνίδι):

Spielzeugauto ουδ

3. αυτοκινητάκι (σε λoύνα παρκ):

Autoskooter αρσ

ασυμβατότητα [asiɱvaˈtɔtita] SUBST θηλ

1. ασυμβατότητα (γενικά):

2. ασυμβατότητα Η/Υ:

ασυμπιεστότητα [asimbiɛsˈtɔtita] SUBST θηλ

αυτοκινητάμαξα [aftɔciniˈtamaksa] SUBST θηλ (με μηχανή ντίζελ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский