Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ντροπή στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντροπή [drɔˈpi] SUBST θηλ

2. ντροπή (αίσχος):

ντροπή
Schande θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский