Ελληνικά » Γερμανικά

καπνός1 [kapˈnɔs] SUBST αρσ (αερώδες μείγμα)

καπν|ός2 <-ά> [kapˈnɔs] SUBST ουδ SUBST αρσ (φυτό και κατεργασμένα φύλλα)

καπνός
Tabak αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με καπνός

γίνομαι καπνός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский