Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τρέμω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρέμω [ˈtrɛmɔ] VERB αμετάβ ohne Aoriststamm

2. τρέμω (γη):

τρέμω

II . τρέμω [ˈtrɛmɔ] VERB μεταβ ohne Aoriststamm (φοβάμαι)

Παραδειγματικές φράσεις με τρέμω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский