Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μπισκότο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπισκότο [bisˈkɔtɔ] SUBST ουδ

μπισκότο
Keks αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский