Ελληνικά » Γερμανικά

μαϊμουδίστικ|ος <-η, -ο> [maimuˈðistikɔs] ΕΠΊΘ (φέρσιμο)

μωρουδιακ|ός <-ή, -ό> [mɔruðjaˈkɔs] ΕΠΊΘ

βουδιστικ|ός <-ή, -ό> [vuðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μεθοδιστικ|ός <-ή, -ό> [mɛθɔðistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μωρουδιακά [mɔruðjaˈka] SUBST ουδ πλ

μωρόπιστ|ος <-η, -ο> [mɔˈrɔpistɔs] ΕΠΊΘ

1. μωρόπιστος (εύπιστος):

2. μωρόπιστος (αφελής):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский