Ελληνικά » Γερμανικά

συντόμευσ|η <-εις> [sindɔˈmɛvɔ] SUBST θηλ

1. συντόμευση (σε διάρκεια, έκταση):

Abkürzung θηλ

2. συντόμευση (κείμενο):

Kürzung θηλ

3. συντόμευση Η/Υ:

Shortcut αρσ

συντέλεσ|η <-εις> [sinˈdɛlɛsi] SUBST θηλ

συντομεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [sindɔˈmɛvɔ] VERB μεταβ

1. συντομεύω (σε διάρκεια):

2. συντομεύω (κείμενο):

στάθμευσ|η <-εις> [ˈstaθmɛfsi] SUBST θηλ

1. στάθμευση (σταμάτημα):

Halten ουδ

3. στάθμευση ΣΤΡΑΤ:

Stationierung θηλ

σύντμησ|η <-εις> [ˈsindmisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский