Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανακούρκουδα , κουρκουτιάζω , ανακουφίζω και αρκουδίζω

ανακούρκουδα [anaˈkurkuða] ΕΠΊΡΡ

κουρκουτιά|ζω <-σα, -σμένος> [kurkuˈtçazɔ] VERB αμετάβ

1. κουρκουτιάζω (γίνομαι κουρκούτι):

2. κουρκουτιάζω οικ (αποβλακώνομαι):

αρκουδί|ζω <-σα> [arkuˈðizɔ] VERB αμετάβ (μικρό παιδί)

ανακουφί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anakuˈfizɔ] VERB μεταβ

2. ανακουφίζω (πόνο, λύπη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский