στο λεξικό PONS
μικτός
μικτός βλ μικτός
μ(ε)ικτ|ός [mikˈtɔs], μ(ε)ιχτ|ός [mixˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
2. μ(ε)ικτός (βάρος, κέρδος κτλ):
μ(ε)ικτ|ός [mikˈtɔs], μ(ε)ιχτ|ός [mixˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
2. μ(ε)ικτός (βάρος, κέρδος κτλ):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.