Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ξεαμπαρώνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμπαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ambaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

ξεσαμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛsamaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

καπαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kapaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

I . καμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kamaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. καμαρώνω (κοιτάζω με θαυμασμό):

2. καμαρώνω (κοιτάζω με περηφάνια):

II . καμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kamaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ (είμαι περήφανος)

σαμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [samaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

I . ζαχαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaxaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

II . ζαχαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [zaxaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. ζαχαρώνω (σχηματίζω ζάχαρη):

2. ζαχαρώνω μτφ (ερωτοτροπώ):

I . χαλαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xalaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

II . χαλαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xalaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

I . κακαρώ|νω <-σα> [kakaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ οικ (πεθαίνω)

II . κακαρώ|νω <-σα> [kakaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

I . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. ζευγαρώνω ΖΩΟΛ:

2. ζευγαρώνω (κάνω δυο γνωστούς ζευγάρι):

II . ζευγαρών|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [zɛvɣaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

I . κατσαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katsaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. κατσαρώνω (σγουραίνω):

2. κατσαρώνω (με μπούκλες):

II . κατσαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katsaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. κατσαρώνω (γίνομαι σγουρός):

2. κατσαρώνω (αποκτώ μπούκλες, γίνομαι κυματιστός):

I . μαρμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [marmaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. μαρμαρώνω (τοίχο):

2. μαρμαρώνω (δάπεδο):

3. μαρμαρώνω (απολιθώνω):

II . μαρμαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [marmaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ μτφ

σταμπάρ|ω <-ισα, -ισμένος> [stamˈbarɔ] VERB μεταβ

1. σταμπάρω (σφραγίζω):

2. σταμπάρω (στη μνήμη):

αμαυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [amaˈvrɔnɔ] μτφ (όνομα, υπόληψη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский