Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ταχύνω , βραχύνω , πραΰνω , τρανεύω , τρακάρω , τραίνο , τραχεία , παχύνω και τραχύς

βραχύν|ω <-α> [vraˈçinɔ] VERB μεταβ

ταχύν|ω <-α> [taˈçinɔ] VERB μεταβ

τραχ|ύς <-ιά, -ύ> [traˈçis] ΕΠΊΘ

1. τραχύς:

rau

2. τραχύς μτφ (απότομος):

παχύνω

παχύνω s. παχαίνω

Βλέπε και: παχαίνω

I . παχ|αίνω <-υνα> [paˈçɛnɔ] VERB μεταβ (ζώο: κάνω παχύ)

II . παχ|αίνω <-υνα> [paˈçɛnɔ] VERB αμετάβ (άνθρωπος)

τραχεία [traˈçia] SUBST θηλ

I . τρακάρ|ω <-α [ή -ισα], -ίστηκα, -ισμένος> [traˈkarɔ] VERB μεταβ

1. τρακάρω (κάνω να συγκρουστεί):

2. τρακάρω μτφ (συναντώ):

II . τρακάρ|ω <-α [ή -ισα], -ίστηκα, -ισμένος> [traˈkarɔ] VERB αμετάβ

1. τρακάρω (αυτοκίνητα):

2. τρακάρω (τσακώνομαι):

III . τρακάρομαι VERB αυτοπ ρήμα (τσακώνομαι)

τραν|εύω <-εψα> [traˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

πρ|αΰνω <-άυνα, -αΰνθηκα, -αϋμένος> [praˈinɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский