Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για επαναστατώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναστατ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [ɛpanastaˈtɔ] VERB αμετάβ

επαναστατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский