Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δροσίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δροσί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðrɔˈsizɔ] VERB μεταβ

1. δροσίζω (κάνω φρέσκο):

δροσίζω

2. δροσίζω (κάνω κρύο: ποτό κτλ):

δροσίζω

II . δροσί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðrɔˈsizɔ] VERB αμετάβ (για καιρό)

III . δροσίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский