Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μετέχω , μεταξάς , μεταξύ και κατανοώ

κατανο|ώ <-είς, -ησα> [katanɔˈɔ] VERB μεταβ

μεταξ|άς <-άδες> [mɛtaˈksas] SUBST αρσ

1. μεταξάς (μεταξουργός):

2. μεταξάς (τεχνίτης):

μετέχω <μετέσχον> [mɛˈtɛxɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский