Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για όραση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όρασ|η <-εις> [ˈɔrasi] SUBST θηλ

2. όραση (ικανότητα των ματιών):

όραση
Sehkraft θηλ
όραση
Sehleistung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский