Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μονοπωλώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονοπωλ|ώ <-είς, -ησα> [mɔnɔpɔˈlɔ] VERB μεταβ

μονοπωλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский