Ελληνικά » Γερμανικά

πούλι [ˈpuli] SUBST ουδ

1. πούλι (στο τάβλι, στην ντάμα):

Stein αρσ

2. πούλι (στο σκάκι):

Figur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский