Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ραντεβού στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ραντεβού [randɛˈvu] SUBST ουδ αμετάβλ

1. ραντεβού (γενικά):

ραντεβού
Verabredung θηλ
έχω ραντεβού
έχω ραντεβού

2. ραντεβού (με γιατρό, δικηγόρο):

ραντεβού
Termin αρσ
δίνω/κλείνω ραντεβού
έχω ραντεβού

3. ραντεβού (ερωτικό):

ραντεβού
Date ουδ
ραντεβού
ραντεβού στα τυφλά
Blind Date ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ραντεβού

έχω ραντεβού
ραντεβού ουδ στα τυφλά
Blind Date ουδ
ραντεβού στα τυφλά
Blind Date ουδ
δίνω/κλείνω ραντεβού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский