Ελληνικά » Γερμανικά

επικάθ|ομαι <-ισα> [ɛpiˈkaθɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

επικαλ|ούμαι <-έστηκα> [ɛpikaˈlumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. επικαλούμαι (καλώ: το θεό, κάποιο πνεύμα κτλ):

2. επικαλούμαι (ζητώ από κάποιον):

επικρατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpikraˈtɔ] VERB αμετάβ

3. επικρατώ (επιβάλλομαι):

επικρατ|ών <-ούσα, -ούν> [ɛpikraˈtɔn] ΕΠΊΘ

επικράτεια [ɛpiˈkratia] SUBST θηλ

1. επικράτεια (κράτος):

Staat αρσ

2. επικράτεια (έδαφος):

Hoheitsgebiet ουδ

αποκοιμ|ιέμαι [apɔciˈmɲɛmɛ], αποκοιμ|άμαι [apɔciˈmamɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский