Ελληνικά » Γερμανικά

καταστροφή [katastrɔˈfi] SUBST θηλ

ιδιωτισμοί:

Schäden αρσ πλ

καταστροφέας [katastrɔˈfɛas] SUBST mf

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB μεταβ

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

κατασταλτικό [katastaltiˈkɔ] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

αυτοκαταστροφικ|ός <-ή, -ό> [aftɔkatastrɔfiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский